Ποιοί είμαστε

Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία πνευµατικά ανάγεται στην Αποστολική Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός και ιστορικά στην ευαγγελική αναµόρφωση του 16ου αιώνα. Στην Ελλάδα, η πρώτη Ευαγγελική Εκκλησία ιδρύθηκε το 1858 στην Αθήνα, όπου και συνεχίζει τη διακονία της µέχρι σήµερα.  Από τότε, πολλές άλλες Ευαγγελικές Εκκλησίες ιδρύθηκαν σε διάφορες πόλεις και χωριά της πατρίδας µας, που αυξήθηκαν κυρίως µε την προσέλευση Ελλήνων Ευαγγελικών προσφύγων από τη Μικρά Ασία.

Την ονοµασία µας, “Ευαγγελικοί”, την πήραµε από τη λέξη Ευαγγέλιο – όλη την Αγία Γραφή – που αποτελεί το µόνο κανόνα της ζωής και της πίστης µας.  Λατρεύουµε το Θεό µε την ευπρέπεια και την ευλάβεια που Του αρµόζει και µε την απλότητα της πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας.

Τι πιστεύουμε

Η πίστη μας συνοψίζεται στα λόγια του Συμβόλου της Πίστεως (Νικαίας/Κωνσταντινουπόλεως).

“Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα,
ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ,
τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·
φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ,
γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν
καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.
Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς* ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἀμήν.”

Αναλυτικότερα:
  • Πιστεύουμε ότι η Αγία Γραφή, δηλαδή τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και τα 27 της Καινής Διαθήκης είναι ο εξ αποκαλύψεως Θεόπνευστος Λόγος του Θεού.
  • Πιστεύουμε ότι υπάρχει ένας Θεός που δημιούργησε τον κόσμο με το λόγο Του κι έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του.  Ότι είναι ένας Θεός τριαδικός (Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα).
  • Πιστεύουμε στη θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και στην ενανθρώπισή του εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.  Πιστεύουμε στην αναμάρτητη ζωή Του, στη θαυματουργική δύναμή Του, στο σταυρικό Του θάνατο για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου, στη σωματική ανάστασή Του εκ νεκρών, στην ανάληψή Του και στην ένδοξη δεύτερη έλευσή Του.
  • Πιστεύουμε στη διακονία του Αγίου Πνεύματος δια του οποίου ο αμαρτωλός αναγεννιέται, ζει την ευσεβή χριστιανική ζωή και με τη δύναμή Του και τα χαρίσματά Του, υπηρετεί και εκτελεί το Άγιο θέλημα του Θεού.
  • Πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αμαρτωλός και αποχωρισμένος από το Θεό και ότι είναι αδύνατο να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού και να σωθεί με τα έργα του, παρά μόνο δια της πίστεως στο ευλογημένο πρόσωπο και το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού.  Δια της πίστεως ο αμαρτωλός δέχεται το Χριστό, εμπιστεύεται Αυτόν και επαναπαύεται για τη σωτηρία του μόνο σε Αυτόν.
  • Πιστεύουμε εις μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, δηλαδή το αναρίθμητο πλήθος των πιστών πάσης εποχής και παντός έθνους, οι οποίοι ενωμένοι δια του Αγίου Πνεύματος με το Χριστό ως κεφαλή αυτών αποτελούν ένα σώμα εν Αυτώ και έχουν κοινωνία με τον Κύριό τους και μετ΄αλλήλων.
Ο σκοπός μας

Σκοπός της Εκκλησίας µας είναι να λατρεύουµε από κοινού το θαυµαστό µας Κύριο, να κηρύξουµε και να διδάξουµε το Λόγο του Θεού, να οδηγήσουµε τον αµαρτωλό και χαµένο άνθρωπο στον Ιησού Χριστό και στο δρόµο της σωτηρίας και να προσφέρουµε αδελφική συναναστροφή, ενθάρρυνση και οικοδοµή. Έτσι, η πρόσκληση που απευθύνουµε, είναι µια πρόσκληση για κάθε άνθρωπο να έρθει στο Χριστό. Είναι η ίδια εκείνη πρόσκληση που Εκείνος έκανε: “Ελάτε σ’ εµένα όλοι οι κουρασµένοι και οι φορτωµένοι και εγώ θα σας ξεκουράσω.” Η πρόσκληση αυτή κρύβει µέσα της όλο το έλεος, όλη την αγάπη, όλη τη συγχωρητικότητα και τη χάρη του Θεού, γιατί απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Σε ανθρώπους που είναι εκ φύσεως αµαρτωλοί και τους καλεί, όχι σε απολογία, ούτε σε τιµωρία, αλλά σε σωτηρία, συγχώρηση κι αληθινή ζωή.

Αυτήν την ουράνια και θεία πρόσκληση απευθύνουµε σε όλους. Και η απάντηση που περιµένει ο Θεός σε αυτήν δεν είναι να πάµε σε κάποια φιλοσοφία ή θρησκεία, αλλά να πάµε σ’ Εκείνον προσωπικά, που πέθανε για τις αµαρτίες µας και αναστήθηκε για τη δικαίωσή µας. Αυτή τη µεγάλη αποστολή ανέθεσε ο Κύριος στους µαθητές Του και στην Εκκλησία Του, λέγοντάς τους: “Πορευθείτε σ’ ολόκληρο τον κόσµο και διακηρύξτε το χαρµόσυνο µήνυµα σ’ όλη την κτίση” (Κατά Μάρκον 16:15).

Σύντομη ιστορία
Η Β’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών ιδρύθηκε το 1924 από πρόσφυγες που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ο πρώτος ποιμένας της Εκκλησίας, Αιδ. Ξενοφών Π. Μόσχου έγραψε σε επιστολή του πρoς το τότε υπουργείο Παιδείας: «Η Εκκλησία αύτη περιλαμβάνει τα ενταύθα εγκατεστημένα λείψανα πέντε Ευαγγελικών Εκκλησιών, ήτοι, Σμύρνης, Μαγνησίας, Καισαρείας, Μουταλάσκης και Φλαβιανών, ως και τινάς εκ Κωνσταντινουπόλεως πρόσφυγας, τούτων δ’ εγώ τυγχάνω ποιμήν, ως ήμην τοιούτος επί τριακονταετίαν  εν Σμύρνη…»
Περισσότερα

Στις 6 Απριλίου 1924 συντάχθηκε το ιστορικό ιδρύσεως της Β΄ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας με 46 μέλη. Στην ίδια εκείνη Γενική Συνέλευση η Εκκλησία κάνει αίτηση να γίνει δεκτή στην «Σύνοδον του Πανελληνίου Συνδέσμου των Ευαγγελικών Εκκλησιών εις Θεσσαλονίκην».  Η Εκκλησία έγινε δεκτή ομόφωνα από τον ΠΕΣ κι έστειλε επιστολή (4 Μαΐου 1924) στην οποία έλεγε: «Η Σύνοδος δέχεται όπως οι αιτούντες πρόσφυγες αδελφοί οργανωθούν εις ιδιαιτέραν εκκλησίαν με την παράκλησιν όπως ο χρόνος της οργανώσεως των, καθορισθή κατόπιν μελέτης και προσευχής και εν πνεύματι αγάπης και ειρήνης». Στις 29 Ιουνίου 1924, έγιναν οι Εκλογές για το πρώτο πρεσβυτέριο.«Αφού ορίσθη υπό των μελών της Εκκλησίας ο αριθμός των εκλεγησομένων πρεσβυτέρων εις τέσσαρας, εγένετο ψηφοφορία. Επί 34 ψηφοφόρων, ακυρωθείσης μίας ψήφου ως δυσανάγνωστου, έλαβον τας εξής ψήφους: Αριστοτέλης Χατζηαντωνίου 31, Ορέστης Ιατρίδης 27, Θεόδωρος Παναγιωτίδης 24, Κ. Καμπουρόπουλος 15». Στην επιστολή  του Μόσχου στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 29 Ιουλίου 1928 αναφέρεται πως η Εκκλησία «Οργανώθηκε κατά το Πρεσβυτερικόν σύστημα και ως μέλος του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου τον Ιούνιο του 1924… ανεγνωρίσθη δε ως Θρησκευτικόν Σωματείον κατά Φεβρουάριον 1927».

Με το πέρασμα του χρόνου προστέθηκαν στην Εκκλησία και άλλοι αδελφοί, εκτός των πρώτων ιδρυτικών μελών. Οι πρόσφυγες, έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην, κοιτάξανε να διασφαλίσουν έναν δικό τους ευκτήριο οίκο.  Αρχικά είχαν συνάξεις στην Α΄ Εκκλησία και την Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία (περιοχή Δουργούτη, πίσω από το ξενοδοχείο Intercontinental).  O χώρος της Αρμενικής Εκκλησίας, όπως γράφει σε επιστολή προς τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 23 Οκτωβρίου 1924, o Ξ. Μόσχου, «είνε ημιτελές κτίριον άνευ πατώματος και οροφής, χρησιμοποιούμενον προηγουμένως ως πρόχειρον εργοστάσιον ταπήτων…». Ζήτησαν, όμως άδεια για να εκκλησιάζονται προσωρινά στο παρεκκλήσι των Παλαιών Ανακτόρων του Γεωργίου του Α΄. Δυστυχώς η άδεια δεν κράτησε πολύ κι έτσι επέστρεψαν στο Δουργούτη. Για να πάρει κανείς μια γεύση από εκείνα τα χρόνια διαβάζουμε λίγο παρακάτω σε επιστολή του Μόσχου προς το «Σεβαστόν επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίδας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Εκκλησιαστικόν» (4 Ιουλίου 1925): Είναι προσβλητικόν κατά του εθνικού ημών αισθήματος να ονομαζώμεθα «ξένη προπαγάνδα». Δεν είμεθα ξένοι ούτε εργαζόμεθα υπέρ ξένου τινός σκοπού. Είμεθα Έλληνες γνήσιοι με γνησιώτατον Ελληνικόν φρόνημα, επηυξημένον ως εκ των Ευαγγελικών ημών πεποιθήσεων, αι δε προσφυγικαί αύται εκκλησίαι, καθ’ ων το έγγραφον, αριθμούσι νεκρούς εν τω Μικρασιατικώ πολέμω καθ’ όν προσήλθον μεταξύ των πρώτων ως εθελονταί… Πιο κάτω συμπληρώνει …εγώ αυτός συνειργάσθην μετά του μακαρίτου Μητροπολίτου Σμύρνης εις όλα τα εθνικά ζητήματα χρησιμεύσας ως η δεξιά χειρ αυτού,  έκθεσιν ή αναφορά ή τηλεγράφημα συντεταγμένον Αγγλιστί, και ανεξαρτήτως δε, και εν αρχή της Μικρασιατικής υποθέσεως απέστειλα…

Σύντομα θέλησαν να μετακομίσουν σε μια δική τους Εκκλησία.  Στη συνεδρίαση του Πρεσβυτερίου της 13 ης  Απριλίου 1927 αποφασίστηκε «όπως προβή εις την οριστικήν αγοράν αυτών επ’ ονόματι του Σωματείου Β΄ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών, την καταβολήν του πλήρους τιμήματος ανερχομένου εις δρχ. 173.739 και την εκτέλεσιν των υπό του νόμου οριζομένων διατυπώσεων». Μετά από μεγάλη προσπάθεια και χάρη στη βοήθεια πολλών άλλων αδελφών, κατάφεραν, το 1929, να χτίσουν τον ευκτήριο οίκο που φιλοξενεί τις συναθροίσεις της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα.  Από επιστολή του Ξ. Μόσχου προς ξένους αδελφούς μαθαίνουμε πως όταν ξεκίνησε η οικοδομή οι αδελφοί είχαν περίπου 1.300 δολλάρια, κι έπρεπε να μαζέψουν πάνω από 5.000. Ο Θεός που είναι πάντα πιστός προμήθευσε. Είχαν όμως μια δωρεά 180 λιρών Αγγλίας με την οποία αγοράστηκε το οικόπεδο κι ένα ακόμη δάνειο ύψους 200 λιρών. Η επιτροπή οικοδομής αποτελούνταν από τους αδ. Νικόλαο Χαριτωνίδη, Θεμιστοκλή Σειρηνίδη, Ξενοφώντα Μόσχου, Πλάτωνα Λεβίδη, Σταύρο Δημητρακόπουλο, Αριστοτέλη Χατζηαντωνίου, Ιωάννη Διαμαντόπουλο, Ιωάννη Χαριτωνίδη και Γεώργιο Χατζηαντωνίου. Στην προαναφερθείσα επιστολή του Ξ. Π. Μόσχου προς τον Ελ. Βενιζέλο (29.7.1928), διαβάζουμε πως «Επειδή όμως η υπηρεσία του Υπουργείου της Παιδείας με όλη την ευμένειάν της, εδίστασε να χορηγήση άδειαν δια την ανέγερσιν της εκκλησίας, μεταρρυθμίσαμεν το αρχικόν σχέδιον της οικοδομής, ήτις αποβαλούσα ούτως πως ομοιότητα προς Εκκλησίαν ανεγείρεται ήδη ως απλή αίθουσα». Ζητά δε, «όπως επιτραπή εις ημάς να αναρτήσωμεν τουλάχιστον επί της οικοδομής ταύτης τον κώδωνα της τέως εν Καισαρεία Ελληνικής  Ευαγγελικής Εκκλησίας…». Πέντε χρόνια (10 Μαΐου 1933) το αίτημα επαναλαμβάνεται και συμπεριλαμβάνει και τις Εκκλησίες Θεσσαλονίκης και Βόλου). Το πώς οι αδελφοί σώθηκαν από την καταστροφή, το πώς βρέθηκαν εδώ το πώς ιδρύθηκε και αυξήθηκε η Β΄ Εκκλησία αποτελεί μαρτυρία της χάρης και του ελέους του Θεού.  Στο πρακτικό συνεδρίασης του Πρεσβυτερίου της 10 ης  Μαΐου 1931 γράφει: «Λόγω του εξακολουθούντος λιθοβολισμού των υψωμάτων της Εκκλησίας απεφασίσθη να προστατευθούν ταύτα δια πλεκτού σύρματος».

Η Εκκλησία από εκείνα τα πρώτα χρόνια υπηρέτησε με εξωστρέφεια και με θυσία ανάλογα με τις περιστάσεις. Το σχέδιό Του ήταν να φυτέψει στον τόπο αυτό τότε τη Β΄ Εκκλησία Αθηνών και να τη χρησιμοποιήσει μέσα στα χρόνια για να δοξάσει το Όνομά Του. Μένει σε όλους εμάς, τον καθένα στη δική Του γενιά να ζήσει αντάξια της πρόσκλησης με την οποία μας προσκάλεσε ο Θεός να ζήσουμε, να μαρτυρήσουμε για τον Ιησού Χριστό, και να υπηρετήσουμε τους σκοπούς της δικής Του βασιλείας!